γεια σου

γεια σου
[я су] дчир. привет.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γεια σου" в других словарях:

  • γεια — επιφ. ευχ.: Γεια σου, θεία. – Γεια στα χέρια σου. – Με γεια τη φούστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεια — η 1. η υγεία 2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια» 3. «αφήνω γεια» αποχαιρετώ και πεθαίνω 4. «με γεια» ευχή γι αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης 5. «γεια στα χέρια σου» ως έπαινος… …   Dictionary of Greek

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • Sarbel — au concours Eurovision de la chanson 2007. Sarbel Michael (en grec : Σαρμπέλ Μιχαήλ), né à Londres le 14 mai 1981, est un chanteur chypriote grec qui a représenté la Grèce au …   Wikipédia en Français

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένα ουσιαστικά — Τα ονόματα των διαφόρων αφηρημένων εννοιών. Χρησιμοποιούνται πάρα πολύ σε όλες τις γλώσσες εκφράζοντας αρετές (όπως ανδρεία, ειλικρίνεια, τιμιότητα), ελαττώματα (υποκρισία, φθόνος, φαυλότητα), συναισθήματα (θαυμασμός, ευχαρίστηση, συγκίνηση),… …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek — (Νέα) Eλληνικά (Nea) Elliniká Spoken in   …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»